- πυρομέτρης
- ὁ, Αο μετρητής σιτηρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -μέτρης (< μέτρον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
πυρομετρητής — ὁ, Α [πυρομετρῶ] ο πυρομέτρης* … Dictionary of Greek
πυρομετρώ — έω, Α [πυρομέτρης] μετρώ σιτηρά … Dictionary of Greek